γένυς

γένυς
γένυς (-υος), η (Α)
1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι
2. πληθ. αἱ γένυες
η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια
3. μάγουλο
4. η κόψη τού τσεκουριού
5. το τσεκούρι
6. το άκρο τού αγκιστριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρίζα ĝenu «πιγούνι» (πρβλ. αρχ. ιρλ. giun, gin «στόμα», γαλατ. gen μάγουλο, πιγούνι», γοτθ. Kinnus «μάγουλο, σιαγόνα», κ.λπ. Τέλος, η λ. γένυς συνδέεται προφανώς με τη λ. γνάθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γένυς — γένῡς , γένυς jaw fem acc pl γένυς jaw fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσιν — γένυς jaw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσι — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσιν — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύων — γένυς jaw fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυ — γένυς jaw fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυας — γένυς jaw fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυες — γένυς jaw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυν — γένυς jaw fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυος — γένυς jaw fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”